- φαρμακογνωσία
- ηη επιστήμη που ερευνά τις ιδιότητες των διάφορων φαρμακευτικών ουσιών, η φαρμακογνωστική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαρμακογνωσία — η, Ν (φαρμ.) η μελέτη τών προϊόντων που έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες, φυτικής, ζωικής ή χημικής προελεύσεως, στη φυσική τους κατάσταση, στην κατάσταση δρόγης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharmacognosie (< φάρμακο + γνώση). Η λ.… … Dictionary of Greek
φαρμακογνωστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαρμακογνωσία ή στον φαρμακογνώστη 2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακογνωστική η φαρμακογνωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακογνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1787 στον Γ. Ζαβίρα] … Dictionary of Greek
φαρμακογνώστης — ο, Ν επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακογνωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + γνώστης (< γιγνώσκω)] … Dictionary of Greek
φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… … Dictionary of Greek
φαρμακοφυσική — η, Ν (παλ. όρος) κλάδος τής φυσικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών οργάνων και συσκευών που σχετίζονται με τη φαρμακογνωσία … Dictionary of Greek
Εμμανουήλ, Εμμανουήλ — (1886 – 1972). Χημικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στις φυσικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Βέρνης. Εργάστηκε αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια ως επιμελητής στο… … Dictionary of Greek
φαρμακοφυσική — η τμήμα της φυσικής, που εξετάζει τα σχετικά με τη φαρμακογνωσία (βλ. λ.) όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)